άντρακλας

άντρακλας
ο
ο μεγαλόσωμος άντρας: Ήταν ένας άντρακλας δυο μέτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άντρακλας — ο άντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ακλας*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”